- διαπλέκω
- (Α διαπλέκω)1. συμπλέκω, πλέκω κάτι μαζί με κάτι άλλο ή μέσα σε κάτι άλλο2. πλέκω από την αρχή ώς το τέλοςαρχ.1. δοκιμάζω πλέξιμο2. παθ. συμπλέκω3. ζω («διαπλέκω μετ' ὀρνίθων» — ζω μαζί με τα πουλιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαπλέκω — weave pres subj act 1st sg διαπλέκω weave pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπεπλεγμένα — διαπλέκω weave perf part mp neut nom/voc/acc pl διαπεπλεγμένᾱ , διαπλέκω weave perf part mp fem nom/voc/acc dual διαπεπλεγμένᾱ , διαπλέκω weave perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπλέξει — διαπλέκω weave aor subj act 3rd sg (epic) διαπλέκω weave fut ind mid 2nd sg διαπλέκω weave fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπεπλεγμέναι — διαπλέκω weave perf part mp fem nom/voc pl διαπεπλεγμένᾱͅ , διαπλέκω weave perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπεπλεγμένον — διαπλέκω weave perf part mp masc acc sg διαπλέκω weave perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπεπλεγμένων — διαπλέκω weave perf part mp fem gen pl διαπλέκω weave perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπλακέντα — διαπλέκω weave aor part pass neut nom/voc/acc pl διαπλέκω weave aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπλεκομένων — διαπλέκω weave pres part mp fem gen pl διαπλέκω weave pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπλεκόμεθα — διαπλέκω weave pres ind mp 1st pl διαπλέκω weave imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπλεκόμενον — διαπλέκω weave pres part mp masc acc sg διαπλέκω weave pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)